Αυτό το Κουκουρούκου
διήγημα αποτελεί μέρος από μια αδημοσίευτη συλλογή 20 διηγημάτων
Παρά-Λογοτεχνίας και Παράλογο-Τεχνίας με τίτλο «ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΠΑΝΙΕΡΑΣ».
Ποιος εκδοτικός οίκος θα τολμούσε να τα δημοσιεύσει άλλωστε;
Γράφτηκε το Σεπτέμβρη του
2019 στην παραλία του Ρούκουνα, στο νησί της Ανάφης.
Μερικά απότα ονόματα δεν είναι
πλασματικά και ανήκουν στα παιδιά που γνώριζα και γνώρισα φέτος. Γύρισα στην Ανάφη μετά από 18 χρόνια
και έλιωσα . Ελπίζω αυτό το διήγημα να μη προσβάλει κάποιον από εσάς.
Το δύο χιλιάδες πριν και παρατρέχατο,
περιπλανώμενος στους κήπους των ψιθύρων, οι πλανητικές τριχομονάδες του
Σύμπαντος συνωμότησαν, φέρνοντάς με σε επαφή με ένα παράξενο πλασματίδιο
που γυρόφερνε στις παραλίες της Ανάφης και το
όνομά της ήταν Βάλια . Μια γλυκούλα νεραϊδονονά, η Λουίζα, την είχε προικίσει
με τρελά τζιτζιλόνια, τα οποία χόρευαν ρεμπετοειδώς
τη στιγμή της αποκοπής του ομφάλιου λώρου της κερνώντας το μωρουδίστικο
κρεβατάκι της με Μανδραγόρες, Αμανίτες και παραισθησιογόνους πεοπαίκτες. Η
βάπτιση ετελέσθη σε στενόχορδο οικιακό περιβάλλον, ο ουρανός υποκλίθηκε στους
αθάνατους Drug Θεούς την επιούσια εκείνη ημέρα, συμπαντικές αστραπές βυθούλιασαν το άγριο
τοπίο, παρδαλά μουνόχνωτα αστραπόβροντα σύννεφα και κουλά Χερουβίμ τραγούδησαν χαρμόσυνα το γεγονός στην
παραλία του Ρούκουνα.
Το κοριτσάκι μεγάλωνε με
χρυσόσκονη και βαζελινοσκορδαλιά, έγινε γυναίκα και αποφάσισε να επιστρέψει στη
γενέτειρα των Ρουκουναϊκών απολαύσεων.
Αδημονούσα όπερ, τρέχει
χαρούμενη και ευτελής στην παραλία, πατάει ευπρόσδεκτους Νεάντερταλ αχινούς
των βράχων, βογκάει ευμενώς από τον πόνο, παιχνιδίζει πλατσουριστικώς με τα πεογάλαζα κύματα, φθάνει στην ταβέρνα της Ζαμπέτα όπου μασαμπουκίζει μια μερίδα πατάτες φούρνου, και στο τέλος
σκοντάφτει πάνω στον Μουσικομπουζουκόβιο Σταύρο. Τον Αεί και Εσαεί άρχοντα της
παραλίας. Δίχως να το σκεφθεί πολλάκις, τραβάει μια φωτογραφία στον ήδη
ηλικιακώς εύμορφο μουσικό, ο οποίος
διάβαζε το βιβλίο του ΄Οσκαρ Γουάιντ «
ΤΟ ΠΟΡΤΕΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓKΡΕΥ» .
-
Θα μου δώσετε
ένα αυτόγραφο; Ρωτάει η τρισχαριτωμένη αδημουνούσα κορασίδα.
Σοβαρότατος ο Σταύρος
γυρίζει, κοιτάζει με άπλετο βλέμμα την παιδούλα και δίχως να το σκεφθεί,
ζωγραφίζει ένα πεντάγραμμο με νότες πάνω στη φωτογραφία της κορασίδας. Το
πεντάγραμμο όμως ήταν καταραμένο. Έσβηνε χρόνο με το χρόνο κρατώντας το Σταύρο
αναλλοίωτο και αγέραστο.
Περιπλανώμενος στον
Ανατολικό Ρούκουνα, οδός Αρμυρίκι νούμερο ένα, σκοντάφτω πάνω στην ρεσεψιονίστ
Πέννυ. Ευγενέστατο ξωτικό, ενδεδυμένο με ένα υπεροχοχότατο, τελευταίας
τεχνολογίας ψηλοτάκουνο – γόβα στιλέτο – παρεό, το οποίο με υποδέχθει
χαμογελώντας μου μπαφιασμένως και εγκαρδίως.
-
Τι θα
επιθυμούσατε παρακαβλώ; Ρωτάει πρόσχαρα.
Στέκομαι για μια στιγμή,
αφουγκραζόμενος τις απόμακρες μελωδίες του Σταύρου και απαντώ :
-
Κεν Αϊ χεβ ε
σουίτα γουίθ τζακούζι εντ παρτούζι πλιζ; Ρωτάω
Μπιθουλιάστηκα μέσα στο
γαλάζιο βλέμμα της. Δελφίνια ταξίδευαν μέσα στο τρίσβαθο από τα μάτια της.
Εικόνες γοργονοφορεμένες έντυναν τον ουρανό της. Φόρεσα το πιο ηλίθιο χαμόγελο που
διέθετα και την ξαναρώτησα.
- Ε ρουμ πλιζ.
Μου χαμογελά μπαφιασμένως
και ασυστόλως προσφέροντάς μου ένα παιχνιδιστό τριφυλλάκι απύθμενης γοητείας.
-
Ντοντ γουόκ
ον δε γκραςς. Σμόουκ ιτ.
Τυλίγεται ναζιάρικα στο
παρεό της και μου απαντά:
-
Σόρρυ ! Νόου
ρουμς ! Ονλυ καβάντζες ον δε μπητς . Μπατ ιφ γιου λάϊκ γιου κεν γκόου του δε
ΣΟΦΡΟΝΙΟΥΣ Ρουμς
Στρέφω το βλέμμα μου στη δεξιά πλευρά της
παραλίας και βλέπω το μεγαλεπήβολο
κτίριο του δόκτωρα Σοφ. Έστεκε επιβλητικό. Καλυμμένο από αδιόρατα ρακοπήδουλα σύννεφα και
μπαφιαμένες ιστορίες. Ένα περίτεχνο σιντριβάνι ρακής κοσμούσε την είσοδο του
ιδρύματος, ενώ τέσσερα στρέμματα ινδικής κάνναβης, στόλιζαν τους κρεμαστούς
κήπους που εκτείνονταν στο δίπλα και στο παρά δώθε.
Η φωνή ακούστηκε στεντόρεια,
δυνατή και καθαρόαιμη.
-
Θα γίνει
χαμόοοοοοοοοος . Κακός Χαμόοοοοοος !
Δε πρόλαβα να βάλω σε
τάξεις τις σκέψεις μου, όταν ξάφνου εκτυφλωτικοί προβολείς άναψαν
φωτίζοντας το λόφο, μεθυσμένοι ουρανοί καταρρέουν
στην παραλία, άστρα γέρνουν υποκλινόμενα στην παρθένα σιωπή, και ένας θίασος
εμφανίζεται, παρουσιάζοντας τη θεατρική παράσταση « ΤΟ ΚΑΒΛΙ ΤΟΥ ΕΡΗΜΗΤΗ» με
πρωταγωνίστρια την εξ’ όλης και προ όλης Ντίβα Αnda ,σε σκηνοθεσία του Πιερ Πάολο Πουτσολίνι .
Πίσω στη ρεσεψιόν του
Ρούκουνα η μικρή Βάλια παρακαβλούσε την Πέννυ όπως της δώσει ένα εισιτήριο για
τη θεατρική παράσταση.
-
Θα Προσπαθήσω
όπως σας βαλιάσω αμέσως το εισιτήριο. Λέει
η Πέννυ.
Η Πέννυ κρυφοκοιτάζει το
βλιβλίο εξόδων, εσόδων της παραλίας, ενώ η Βάλια κρύβει πεισματικά στο στήθος
της τη φωτογραφία με το πεντάγραμμο που της είχε ζωγραφίσει ο Σταύρος.
Χωρίς να το περιμένει
κανείς εμφανίζεται η γλυκιά Λουϊζα .
-
Θα σου δώσω
εγώ τον τρόπο για να παρακολουθήσεις την παράσταση. Καταμούτσουνα! θα απολαύσεις
την ιέρεια Αnda να ερμηνεύει τη σαγήνη του Πουτσολίνη.
Το υπερμέγεθες θέατρο καλύπτει ολάκερο το Ρούκουνα.
Τα τεράστια επιστύλιά του κοσμημένα με ρολά υγείας, κατασκατωμένα από τους
μυριάδες επισκέπτες, ανεμίζουν στον άνεμο προσφέροντας μια αιθέρια ευωδία.
Το φιλοθεάμων κοινό
συνωστίζεται έξω από την είσοδο του θεάτρου, αμέτρητοι Ρουκουνιστές
θωπεύουν με περίσσια γλυκύτητα τα
γεννητικά τους όργανα, όπως απολαύσουν το ντεμπούτο της Ντίβας Αnda.
-
Να μπει μια τάξη .
-
Επιτέλους ! Τι αταξία είναι αυτή;
Η στεντόρεια φωνή της
Ταξιθέτριας «Δ» σκίζει τη σιωπή δίνοντας λόγο στα παράλογα μυστικά του Ρούκουνα.
-
Μωρή τρελή,
εσύ Μαρίκα Κοτοπούλη που πας; Φωνασκεί στη κυρία που στριμωχνόταν στην είσοδο.
-
Να μπει μια τάξη.
Αγγίζει το ιδρωμένο
κούτελό της, το σφουγγίζει με μια πρόχειρη κολλάν σερβιέτα, εμφανίζοντας την ευκρινή
απόγνωση της στιγμής, οι μασχάλες της συνοφρυώνονται, και τρέχει να κάνει μια σύντομη χαλάουα στα
νύχια της, βάζοντας τον κέρβερο σκύλο της, τη Μπέλλα, να φυλάει τις πύλες του
θεάτρου. Η υπέροχη βραδινή τουαλέτα της, κοσμημένη με τρεις χιλιάδες κρυστάλλους
κωλοσμπαρόφσκι παιχνιδίζει κάτω από το φεγγαρόφωτο σαν διάττων μεθυσμένος αστέρας.
-
Εξηνταεννέα -
Εξηνταεννέα να εισέρχεστε. Εξηνταεννέα – Εξηνταεννέα ! Αναφωνεί πολλάκις.
-
Πισωκολλητώς ! Ο ένας πίσωθεν του άλλου.
Απεγνωσμένη ουρλιάζει
ξεφωνημένως και αναφανδόν, ώσπου εμφανίζεται σαν από μηχανής θεά η Κυρία
Ζαμπέτα, η ηγέτιδα της άρχουσας τάξης του Ρούκουνα, ακολουθούμενη από τον
τρομπαδιοφόρο υιό της Τάσο. Ο Τασούλης έτρεχε πίσω από τη μητέρα Ζαμπέτα,
εμφανώς άυπνος από τα βέβηλα ξενύχτια των Ρουκουνιστών, όταν ποσάκις και σύνεγγυς σκοντάφτει πάνω στη μαλαπέρδα
που κοσμεί τον εγκέφαλό του.
Ο Τάσος, αυτή η Σηπία η Μελανηφόρος,
φωνασκεί:
-
Να αυξήσουμε
τις τιμές στα εισιτήρια. Επιχειρηματίας είμαι ! Μεγαλοεπιεχειρηματίας !
Μια τεράστια χλαπάτσα
σκάει πάνω στο ακατοίκητο κεφάλι του, ζαλίζεται ο άμοιρος, πέφτει στο έδαφος,
κλονίζεται ξενέρωτος, ενώ η Κυρά Ζαμπέτα κοιτάζει αποσβολωμένη.
Ένα ασθενοφόρο φθάνει
άμεσα, τον περιπεραλαμβάνει και τον οδηγεί στη νοσηλεύτρια Ειρήνη όπως του
παράσχει τις πρώτες βοήθειες.
Η κυρία Ζαμπέτα,
ρίχνοντας μια σύντομη ματιά στον υιό της, σηκώνει τη μαγειρική κουτάλα της
απειλώντας το φιλοθεάμον κοινό το οποίο αλυχτά
ξέκωλα μπροστά στην είσοδο του θεάτρου.
-
Εάν δε
συμμορφωθείτε με τις οδηγίες της ταξιθέτριας, θα σας σερβίρω για πάντα πατάτες
φούρνου. Απειλεί.
-
Πατάτες
φούρνου Μιζαμπλί, πατάτες φούρνου ντεκαπάζ, πατάτες φούρνου χούλα-χουπ και
πατάτες φούρνου Ακουα-Βέλβα.!
Το τρομαγμένο φιλοθεάμον
κοινό ησυχάζει για λίγο, κρύβοντας τις χρωματιστές πεολειχίες του κάτω από τα
έδρανα του θεάτρου, όταν ακούγεται το άσμα ασμάτων από την ταξιθέτρια «Δ».
Οι μελωδίες του Otis Redding έχουν πάρει διαφορετική διάσταση από τη φωνή της
ταξιθέτριας. Μελωδικό και γκαριζόφωνο απλώνεται στον αέρα το τραγούδι της.
-
Sitting on the dock of the Bay
-
Sitting on the cock of a Gay.
Το πλήθος παραληρεί στο άκουσμα του επικού της άσματος, πολλοί
κόβουν τις φλέβες τους με κοφτερά λουκούμια, ενώ άλλοι σωπαίνουν ανταλλάσσοντας
πολύτιμα χαρτάκια για τον επόμενο μπάφο τους.
Χριστέ μου ! Σκέφτεται η
ταξιθέτρια. Αεροσυνοδός έπρεπε να γίνω ! Να αεροσυνοδεύω πιλότους και να
πιλοτάρω τα αεροσυνόδευτα.
-
Θα σας
κεράσουμε μαλαπέρδες. Φωνάζει στο αλαλάζων πλήθος. Μαλαπέρδες σφηνάκια και
μαλαπέρδες ον δε ροκς .
Η μικρή τρίσχαρη Βάλια
δεν έχει αποκτήσει ακόμη το πολυπόθητο εισιτήριο για να παρακολουθήσει την
παράσταση της μεγαλεπήβολης ντίβας Αnda. Τρέχει δακρύβρεχτη στη νεραϊδονονά
της Λουϊζα, ζητώντας βοήθεια, κρύβει τον μεταχειρισμένο παρθενικό της υμένα δίπλα στη καβάντζα του Σταύρου, χάνεται πολλάκις από τις μελωδίες του
Μπουζουκοτρωγλοδύτη όταν συναντά και πάλι την ρεσεψιονίστ Πέννυ.
-
Δεν έχω
εισιτήριο για τη παράσταση.
Κλαίει και οδύρεται
βαλιασμένη η μικρή παιδούλα .
-
Θα σας
βαλιάσω αμέσως. Λουϊζα ! Λουϊζα ! Εξεφωνίζει η Πέννυ .
Η χρυσοποίκιλτη νεραϊδονά
φθάνει άμεσα κουβαλώντας δύο Τσου- Βάλια ινδικής κάνναβης
-
Πάρτα
γλυκούλα μου με αυτά θα εξαγοράσεις το
πολυπόθητο εισιτήριο της παράστασης. Λέει.
Πίσω και πισωκολητώς η
ταξιθέτρια «Δ» έχει επιτέλους βάλει σε
τάξη τις αδημουνούσες ψυχές ,όταν εμφανίζεται δίπλα της η φιλενάδα της Πέννυ. Της ρίχνει ένα αμιγώς
ψηλοτάκουνο στειρωμένο βλέφαρο,
μπαφιάζει για κάμποσες - άπειρες
στιγμές, και η ερώτηση που κάνει στη ταξιθέτρια κολλάει σαν εμμονική τσίχλα στα
κάτασπρα δόντια της .
-
Θα τους
αφήσεις να περάσουν όλοι ; Ρωτάει η Πέννυ.
-
Θα περάσουν Ποιοι ; Αποφαίνεται η ταξιθέτρια
-
Τι έχουν πιει
; Ξαναρωτάει η Πέννυ .
- Ποιοι ; Αποφαίνεται η ταξιθέτρια.
-
Αυτοί που
έχουν πιει !
- Ποιοι είναι
αυτοί που έχουν πιει ;
-
Πόσο έχουν πιει ;
- Ποιοι ;
-
Αυτοί που
έχουν πιει, πόσο έχουν πιει;
-
Γιατί έχουν
πιεί ;
- Ποιοι ; Αυτοί
που τα έχουν πιει, θα τα πίνουν συνεχώς.
Τον ήπια ρε μαλάκα και η Βάλια μου είπε ότι τα έπινες με ποιους δεν ξέρω
στο παρά δίπλα και πιο πέρα
Εκτυφλωτικοί προβολείς
χαράζουν με χρυσές λεπίδες φωτός το σκούρο βελούδο του έναστρου ουρανού, ο
γαλαξίας προσγειώνεται, σκάει στη Γη προσφέροντας συμπαντικές ικεσίες, η ντίβα Αnda εμφανίζεται στη σκηνή, εκατό χιλιάδες Κατίνες Παξινούδες συντροφεύουν την υπερταλαντούχα Θεά του θεάτρου, εκείνη στροβιλίζεται με μια απαράμιλλη
πιρουέτα Δραμαμίνης, κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό της, ώσπου το
δεξί της αυτί ακούμπησε στο αριστερό.
Το πλήθος παραληρεί, οι μόλις
3.000 κολομπίνες που ακολουθούσαν τη ταξιθέτρια καίνε τα προφυλακτικά τους ενώ εκατοντάδες
πολύχρωμες πουά σερβιέτες κοσμούν το
πάλκο. Μια έκρηξη εικαστικής παράκρουσης και μυσταγωγίας τελείται, τη στιγμή που η θεατρική ιέρεια Αnda απαγγέλει με στομφώδες ύφος τον Μέγα
Ανατολικό. Εμπειρίκο – Ρίκο – Ρίκο – Ρίκοκο και μάγουλο βερίκοκο. Συνεχίζει τραγουδώντας τα τελευταία σουξέ του Καζαντζάκη και τελειώνει διαβάζοντας τα αφορισμένα κείμενα του Καζαντζίδη.
Το πλήθος εκστασιάζεται,
γονατίζει μπροστά στο υπέρμετρο ταλέντο της ηθοποιού, εκατοντάδες μολότοφ σκάνε μπροστά από τη σκηνή δημιουργώντας μια ρομαντική ατμόσφαιρα χιλίων πεντακοσίων Μέγα – Βατ τη
στιγμή που η παράσταση έχει πλαισιωθεί από δύο καταξιωμένους αηδούς, τη Liz Diamond και τον Emmanuel Angel-Poulos, οι οποίοι Τι είχαν πιει, Ποιοι, Πόσο είχαν πιει ;
Ποιοι ;
Τον έχω πιει ! Τον έχω πιει ! Βαλιάζει πάλι η Βάλια.
Πίσωθεν της τρέχει
ασθμαίνουσα η Πέννυ , ενώ η ταξιθέτρια
«Δ» φωνάζει τον εξ Ευρωπαϊκών προδιαγραφών Μπάτλερ της ΜΑΡΚ.
- Άκου Μαρκ, θα
πάρεις μια συνέντευξη από την Αnda, λέει η ταξιθέτρια στον Μαρκ
Ο Μαρκ περιμένει ήσυχα
έξω από τη πύλη του θεάτρου. Οι αδερφές Τα Τα , οι αδερφές Καλουτά , οι Αδερφές
Μπρόγιερ και οι αδερφοί Κατσάμπα κάνουν συντροφιά στο Γερμανό αδερφό από το
Μόναχο. Υπέροχος άνθρωπος
Η πολύωρη συνέντευξη του
Μαρκ αρχίζει.
-
Μις Αnda, μπορείτε
να μας πείτε πως γίνεται να έχετε μια τόσο επιτυχεσμένη παράσταση και ένα τόσο
δεμένο θίασο;
-
Κοιτάτε να
δείτε . Απαντά η ηθοποιός λέγοντας όλες εκείνες τις κλαπαρχιδιές που λένε όλοι.
-
Τα πάντα είναι θέμα χημείας. Υπάρχει φοβερό δέσιμο
μεταξύ μας και αυτό φαίνεται και στον κόσμο. Είμαστε πολύ δεμένοι μεταξύ μας.
Οι χειροπέδες στα ερωτικά παιχνίδια μας κρατούν τους οργασμούς μας
αναλλοίωτους. Τη χημεία που υπάρχει μεταξύ μας τη μοιραζόμαστε . Όλα τα Έκστασι,
όλα τα υπνοστεντόν. όλα τα Βάλιουμ και τα Αρντάν τα παίρνουμε επί ίσοις όροις .
Τα μοιραζόμαστε. Ποτέ μου δε κουμπώθηκα στερώντας τα κουμπιά κάποιου
συναδέλφου.
-
Καραουάου !
Απαντά έκθαμβος ο Μαρκ.
-
Συγγνώμη,
όμως τώρα. Λέει παιχνιδίζοντας τσαχπίνικα τα βλέφαρά της η ηθοποιός. Πρέπει να
υπογράψω αυτόγραφα πάνω στις τζιβάνες των θαυμαστών μου και είιιιιιιιιιιιιναι
τόοοοοοοσοι πολλοί !
Άφωνος ο Μαρκ, μαζεύει τα
μπιρμπιλοτά αρχίδια του και φεύγει προς τη καβάντζα της Ταξιθέτριας .
Η φωνή της μικρής Βάλιας
ηκούσθη ασθμαίνουσα
-
Θα βαλιάσω τα
ρακομπουκάλια
Για να γίνουν όλοι χάλια,
Κι αν με πεις πάλι γλυκούλα
Θα σου φάω και τα ούλα !
Μια ακόλουθος, θαυμάστρια της Αnda η Κατερίνα συνοφριώνει τα στήθη της και εκρήγνυται Θυμωμένη.
- Μη με ξαναπείς Γλυκούλα. Μπορείς να με αποκαλέσεις ξινή, ή ότι άλλο θέλεις, αλλά όχι γλυκούλα. Η Βάλια τροχοπαίζει για μια στιγμή και απαντά:
- Εντάξει γλυκούλα μου. Απαντά.
Η παράσταση έχει
τελειώσει, οι προβολείς χαμήλωσαν, τα νυχοκροτήματα επιδοκιμασίας που τράνταζαν
συθέμελα το θεατρικό χώρο υποχωρούσαν σιγά σιγά, το πλήθος αποχώρησε πολλάκις πριν από το
τέλος της παράστασης, δείχνοντας ένθερμα την αποδοχή του στο εικαστικό δρώμενο,
οι ηθοποιοί είχαν ξεγυμνώσει τις ψυχές τους και είχαν παραδοθεί στην έκσταση
των άτριχων τριχωτών αιδοίων κάτω από τους προβολείς που έλουζαν το πάλκο. Τα φώτα είχαν πλέον
σωπάσει τη φλύαρη λαμπερή ανάσα τους. Η παράσταση είχε φθάσει στο τέλος της, οι
αμέτρητες Κατίνες Παξινούδες αδειάζουν τα έδρανα του θεάτρου, το φιλοθεάμον
κοινό ξεσπά σε ενθουσιώδη χασμουρητά μακράς διαρκείας, απογειώνοντας το θίασο
και την εκπληκτική Αnda, εκατομμύρια κλανιοπέρδες σκάνε αίφνης και πατατράκις
σα πυροτεχνήματα στον ουρανό, σκίζοντας την αγαστή σιωπή, ενώ η Βάλια τρέχει να πιει όλα αυτά που δεν έχει πιει.
Ο Δημήτρης Πορν, ο
Βασίλης Καβλωνίτης,και ο Κώστας Πουτσάς, εγκαταλείπουν τα καμαρίνια τους,
δίνοντας τα ένθερμα συγχαρητήρια στη συμπρωταγωνίστριάς τους.
Το Σωφρονιστικό ίδρυμα
στέκει ακόμη εκεί, δεσπόζοντας στη
παραλία, σωφρονίζοντας τον μεγαλοεπιχειρηματία Τάσο με υπερβολικές δόσεις μπιρωίνης
και κουνιστές ηλεκτρικές αιμορροΐδες.
Ένας φλεγόμενο ουράνιο σώμα
σκάει αίφνης στη παραλία του Ρούκουνα. Η καρτ-ποστάλ της Βάλιας με το πεντάγραμμο
του Σταύρου παίρνει φωτιά, αργοσβήνει το πεντάγραμμο που ήταν χαραγμένο πάνω της, η
μικρή ανόητη παιδούλα πετάει στην άμμο τη καρτ ποστάλ, ενώ ο μετεωρίτης εκρήγνυται με ανείπωτο
κρότο πάνω στην παραλία. Πυρωμένες
γλώσσες φωτιάς λεηλατούν το τοπίο, το βιβλίο του Σταύρου πέφτει από τα
τρεμάμενα χέρια του, τα ξανθά εξτένσιον του λιμοκτονούν πάνω στη άμμο, το
πρόσωπό του λιώνει σαν κερί αφορισμένης εκκλησίας, οι χορδές του μπουζουκιού
του σπάνε με εκκωφαντικό πάταγο, χαρίζοντας βιασμένες συγχορδίες στα αρμυρίκια
που φλέγονται δίπλα στις πατάτες φούρνου της Κυρίας Ζαμπέτας.
Το Πορτρέτο του ΝΤΟΡΙΑΝ
ΓΚΡΕΥ είχε εκδικηθεί τον αναγνώστη του. Ανείπωτοι τιμωροί σφάζουν
τη παραλία με λεπίδες άτεχνης
αγνωμοσύνης.
Χρόνια, πόσα χρόνια μετά ;
Ένα υπέροχο οργανωμένο
κάμπινγκ, δίπλα στον Καθεδρικό Ναό της Μαστούρας και ένα Λούνα Παρκ κοσμημένο με πολυτελείς οίκους ανοχής, χτίζονται και οργανώνονται από τον
μεγαλοεπιχειρηματία Τάσο στην πάλλε ποτέ
όαση που φιλοξένησε τα σκαταφρικιά τις προηγούμενες δεκαετίες.
-
Θα γίνει
Χαμόοοοοοοος ! Μεγάλος χαμόοοοοοος !
Η φωνή του Σωφρόνη
ακούστηκε αγριεμένη. Με μια μυγοσκοτώστρα κυνηγά τον Τάσο καταφέρνοντας να
τον περιμαζέψει και να τον σαβουριάσει έγκλειστο στα ανήλιαγα υπόγεια του Σωφρονιστικού του ιδρύματος, ταΐζοντάς τον μόνο πατάτες φούρνου .
Η μικρή Βάλια τρέχει,
κλείνει τα παντζούρια της σκηνής της, νιώθει σα θεά μιας βυθισμένης Ατλαντίδας,
περνάει από τη ρεσεψιόν της Πέννυ, η καταστροφή του Ρούκουνα είναι ολοκληρωτική, Μύκονοοοοοοος, Μύκονοοοοοοοοος, φωνασκούν τα επίδοξα φωτομπουρδέλα του Greece Next Top Model, ερείπια
παντού, σαλεμένες σκέψεις χλευάζουν τον αέρα, η απόγνωση στο μεγαλείο της, σκοντάφτει πάνω στο αποτεφρωμένο λείψανο του
Σταύρου, θαμμένο στην παραλία, όταν συναντά τη νεραϊδονά της Λουίζα.
Δίχως να το σκεφθεί
παίρνει τα δύο Τσου - Βάλια.
Εκείνα τα όμορφα!
Εκείνα τα ατέλειωτα! Σα το ηλιοβασίλεμα! Στο χρώμα του ουράνιου τόξου!
Μαζί τους κουβαλούσαν τις υπέροχες στιγμές καθημερινής Μπουρούχας που είχε ζήσει.
ΚΕΙΜΕΝΟ: KOSTAS PAPAS
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΡΑΤΟΣ