Sunday, November 13, 2011

Η ΚΑΡΕΚΛΑ : Παραμύθι με τέλος


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 . Η ΑΡΧΗ

Μιά φορά κι έναν καιρό , στο αρχιδέγονο μυστικό δάσος μιάς χώρας που λεγόταν "Ελλαδιστάν"ζούσε ένα Δένδρο .
' Ηταν τα Αρχαία τότε χρόνια της δεκαετίας του 60 . Σκοτεινοί καιροί . Μππππρρρρρ!

Μέσα στο δάσος , πεταλούδες πεταλούβδωναν παιχνιδίζοντας πάνω στα μπιρμπιλωτά λέλουδά του , βραχνόφωνα αϊδονάκια παραπετάριζαν από κλώνο σε κλάνω υμνώντας παιάνες στρατιωτικής επανάστασης , " Παπαδοπούλια " ζουζούνια τριχομούχνωναν χαρούμενα στο υγρό χώμα , " Πατακοί Μυστρίκουλες " έχτιζαν τις φωλιές τους πάνω στις ρίζες των δένδρων , και ένας στρατός απο Φασιστομούρηδες Τεμπελχανόμαγκων παχνίδιζαν φύρωθεν απο το δένδρο που βρισκόταν στο κέντρο του δάσους .

Αααααχχχχ!!! Ομως τι λύπη ! Το δένδρο ησθάνετο αφόρητη , δυσβάσταχτη μοναξιά και αχρησιμότητα .

-Τι κάμνω μονάχο μου εδώ ? Ινα τι χρησιμεύδω ?
Αναρωτείτο συνεχέστατα πλαταγιάζοντας τα κλώνια του .


Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα . Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα .

Ενας ήχος , θαρρείς που έβγαινε απο μικρές καμπανούλες , μιά χρυσόσκονη που άφηναν στο πετάρισμά τους τα Νεραϊδοφτερά , πλησίαζε το δένδρο .

Η Σοσιαλίστρια Νεράϊδα ονόματι " Πολιτικοκαράτσουλη " ένιωσε τον πόνο του δένδρου , γητεύτηκε απο τον σπαραγμό του και τεντώνοντας το μακρύ καβλιτζέκι της ,
σόρρυ , Μαγικό ραβδί της , πλησίαζε για να κάνει το θαύμα .

Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα . Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα .


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 . Ο ΧΟΝΤΡΟΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ


Ηταν χοντρός , τριχωτός παντού , μέθυσος , μουσάτος , και με ένα υπερμεγέθες όργανο που δυσκόλως το εδέχοντο στα πορνεία της περιοχής .
Στάθηκε μπροστά απο το λυπημένο δένδρο και καταφέρνοντας τη μία τσεκουριά μετά την άλλη ...
Αλίμονο !!!

Το δένδρο σωριάστηκε στο έδαφος , τα πριτσινόκωλα πτηνά που ζούσαν στα κλώνια του πεταρουλίσθησαν μακρώθεν , και δίχως δεύτερη σκέψη , ο τριχομπούμπουρας ξυλοκόπος , το έσουρε τραβουλιώντας το με σχοινιά , μέχρι την καλύβα του , που βρισκόταν στα ριζά του δάσους .


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ


Γερνούσαν οι νέοι , έφευγαν οι γέροι , άλλαζαν οι χρόνοι ο ένας μετά τον άλλο , ο κορμός του λυπημένου δένδρου παρέμενε έξω απο την καλύβα του ξυλοκόπου , εκείνον τον πήραν τα γειρατιά , το πουλί του είχε μαζέψει , δεν του σηκωνόταν πλέον , άχρηστες του ήταν πιά οι βιντεοκασέτες που είχε μάσει , εκείνες των 80'ς με την Cicciolina ,

... Και μία ημέρα , που Ω ! Του θαύματος ! Κεκαβλωμένος ανεσηκώθει απο το κρεβάτιόν του . έξυσε με μία ξύστρα μολυβιών τους όρχεις του , και κοιτάζοντας έξωθεν του παραθύρου του , είδε , βλέποντας και παρατηρώντας τον κορμό του δένδρου που είχε χρόνια πιά παρατήσει έξω στον προκάβλιο χώρο της καλύβας του .
Ρεύτηκε μεγαλοφώνως , ΜΠΕΕΕΕΕΕΕΕΕΡΚΓΓΓΓΓΓ !!!! και παραπεριπέρνοντας το τσεκούρι του όδευσε προς τον κορμόν .

ΤΣΑΚΑ ! ΤΣΟΥΚΑ ! ΤΣΑΚΑ ! ΤΣΟΥΚΑ !

Οι τσεκουριές αντηχουρχούλιζαν σ΄ ολάκερο τα δάσος .

ΤΣΑΚΑ ! ΤΣΟΥΚΑ ! ΤΣΑΚΑ ! ΤΣΟΥΚΑ !

... Κι ήρθε το σούρουπο .
Ο ξυλοκόπος σφούγγισε γύρω στα πεντέμιση κιλά ιδρώτα απο το μέτωπό του , άφησε μιά σκορδόψωμη κλανιά να αιωρηθεί στον αέρα , και τείνοντας το βλέμμα του προς τον προκάβλιο χώρο του καρακοίταξε το κατασκεύασμά του .

Με τα ξύλα απο τον κορμό του δένδρου , είχε κατασκευάσει μιά υπέροχη ξύλινη ΚΑΡΕΚΛΑ .

Κατάκοπος , εξουθενωμένος απο την προσπάθεια , έπεσε να κοιμηθεί .
Αλίμονο όμως !
Δεν ξύπνησε ποτέ , μα ποτέ .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Ο Χειμώνας είχε πέσει βαρύς γύρω απο την μικρή καλύβα .
Μικρές νιφάδες χιονιού στριφοτζουτζούριζαν γύρωθεν , καλύπτοντας με ένα λευκό σάβανο τον προκάβλιο χώρο που βρισκόταν η μοναχική αφημένη καρέκλα .
Μόνη , Κατάμονη περιφρονημένη τουρτούριζε μέσα στο καταχείμωνο , της έλειπε η ζεστασιά . Της έλειπε η θαλπωρή ενός κώλου να καθίσει επάνω της , να θρονιαστεί επάνω της αυτός ο κώλος και να την ζεστάνει .

Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα . Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα .

Τα φύλλα των δένδρων του δάσους στριφογκαργκάριζαν στις ωδές ενός ανέμου που χλιχλούριζε απο μακρυά , κάνοντάς τα να πουλπουρίζουν πάνω στα κλώνια τους .
Μέσα σ΄ένα σύννεφο φωσφορίζοντης ομιχλίασης που έπεφτε αργά καλύπτοντας τον γύρω χώρο , μία γαλακτόχρωμη αστραπή έσχιζε το πέπλο του απύθμενου σκοταδιού , χαράζοντας πτυχές απο εκτυφλωτικές ακτίνες φωτός .

Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα . Ντλίνγκι . Ντλινγκιλόνγκα .

Το γοερό κλάμμα της καρέκλας δεν άφησε αυγκίνητη τη Νεράϊδα " Πολιτικοκαράτσουλη " , η οποία ενεφανήσθει έμπροσθεν της καρέκλας κουνώντας το μαγικό καβλιτζέκι της .

- Τι έχεις ? Διατί κλαφσουρίζεις ? Ρώτησε .
Η καρέκλα σκίρτησε στο άκουσμα της φωνής της νεράϊδας .

- Μοναξιά ! Μοναξιά ! Νεράϊδα μου .
Ψιθύρισε η καρέκλα . Μοναξιά ! Δεν την αντέχω πλέον !

Η Νεράϊδα συνοφρύωσε τα αδιασάλευτα χείλη της , γαργαρεύοντας μιάν αδιόρατη κίνηση κατανόησης και φιρφιρίζοντας το μαγικό ραβδί της στον αέρα , χτύπησε γκαργκανίζοντας τον χώρο γύρω της .

Μία έκρηξη από ορνιθομούτσουνα πυροτεχνήματα έσκασε στον ουρανό , χιλιάδες χρώμματα έβαψαν το νεκρό τίποτα , μιά αγκαλιά απο αστραπές , φλασοτεχνουργήματα φωτός .

Δίπλα στη μοναχική καρέκλα , άλλες 299 καρέκλες ενεφανίσθησαν εκ του πουδενώθεν
τριγύρω της .

Σιωπή τύλιξε και πάλι τον χώρο .

Η καρέκλα κοίταξε κατάλυπη και πάλι τη Νεράϊδα .

- Τι να τις κάνω τις τόσες 299 φίλες μου καρέκλες , όταν ξεπαγιάζουμε όλες μαζί
εδώ έξω στο δάσος του 1974 ? Στέναξε .

- Θα σας φτιάξω ένα μέρος !
Να μένετε όλες μαζί . Να είστε Παρεάκι . Συντρόφια ! Είπε η Νεράϊδα .
- Θα σας φτιάξω ένα κτίριο . Στο κέντρο της Αθήνας . Το καλύτερο !

Και σηκώνοντας το μαγικό της καβλιτζέκι έφτιαξε τη ΒΟΥΛΗ !!!


ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ρίχνοντας μιά τελευταία ματιά , η Νεράϊδα ετοιμάστηκε να φύγει μέσα σ΄ένα σύννεφο λευκής σκόνης . Σνιφφφφ !!!!


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ


- Στάσου . Στάσου . Στάσου .
Φώναζαν όλες οι καρέκλες .
- Που πας ? Πως θα μας αφήσεις όλες μας ξέκωλες ? Κρυώνουμε .
Φτιάξε μας κώλους για να καθίσουν επάνω μας και να μας ζεσταίνουν .
Φτιάξε μας 300 κώλους να θρονιαστούν επάνω μας και να μας δίνουν σιγουριά .
Φτιάξε μας 300 κώλους , όλους τους ίδιους ανά τους χρόνους
γιατί η Βουλή είναι συνήθεια σαν την Πρέζα .

Φώναζαν οι 300 Καρέκλες .


... Και Ω ! Του θαύματος !

300 κώλοι βρέθηκαν να κάθονται για τα επόμενα χρόνια πάνω στις καρέκλες
στον μαγικό κόσμο της Βουλής , πέρδοντας , παχυσαρκώνοντας τις μπάκες τους ,λιμουζινάτοι κώλοι , βδέλλες του πλούτου του παλαιού δάσους που είχε πλέον καταστραφεί απο την αποψίλωση των συμφερόντων τους .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Η Νεράϊδα " Πολιτικοκαράτσουλη " έγλυψε με την γλώσσα της ηδονικά τα χείλη της ,
έστρεψε το αποχαυνωμένο βλέμμα της πάνω απο τη χώρα του " Ελλαδιστάν " και
χαμογελώντας αυτάρεσκα προχώρησε προς την Ευρωπαίκή Ενωση .
Είχε ραντεβού με τον Παπανδρέου , τον Βενιζέλο , Τον Σαμαρά , τον Καρατζαφέρη
Την Μέρκελ , τον Σαρκοζί και άλλους .

... Κι εκεί που πήγαινε κουνιστή και λυγιστή , περνώντας απο την πλατεία Συντάγματος
προς την Ευρώπη , έφαγε μιά τεράστια κλωτσιά από το τσαρούχι του Τσολιά που έκανε βάρδια στο φυλάκιό του .



ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΙΑ ,
ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΙΑ Η POYTSA  ΤΟΥ ΤΣΟΛΙΑ
...ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΗΔΗΞΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΑ
ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΕΣΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ 

Story :  Kostas 


( Εικονογράφηση Ευγενία Φακίνου )

7 comments:

  1. Εύγε! Καιρός ήταν Κωστάκη να σε δούμε printed ξανά.
    Αλίκη (αυτή τη φορά ξέρεις...)

    ReplyDelete
  2. Χώστα . Χώστα μωρε χώστα . Δεν βλέπω ομως σχόλια γι αυτή την καταπληκτική ανάρτηση . Κοιμούνται όλοι ή απλά ειναι βολεμένοι κάπου απο τα κόμματα ?

    ReplyDelete
    Replies
    1. Εγώ φίλε μου , ένα παραμυθάκι έγραψα απλά , με λύπη βλέπω όμως ότι γίνεται πραγματικότητα .

      Delete
  3. χααααχαχαχαχα!!!
    τέλειο!
    μπράβο Μπούρου!!

    Αντιγόνη,τραγουδο_ _ _ _νιάρα

    ReplyDelete
  4. γαματο παραμυθακι!
    αντε να δουμε και το τελος του :P

    ReplyDelete
    Replies
    1. Δυστυχώς το Πραμυθάκι δεν πρόκειται να τελειώσει εάν δεν το βουλώσουν και δε σταματήσουν να μας κλάνουν όλοι αυτοί οι καλοανεθρεμένοι κώλοι της Βουλής

      Delete